μόνωση

μόνωση
Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί, η υγρασία. Το πρόβλημα της μ. απέκτησε γενικά στις ημέρες μας ιδιαίτερη σημασία επειδή χρησιμοποιούνται διαρκώς ελαφρότερα κατασκευαστικά υλικά. Αυτό οφείλεται κατά ένα μέρος σε μια βελτίωση της μηχανικής αντοχής των υλικών αυτών, όπως επίσης και στη μείωση των συντελεστών υπολογισμού των κατασκευών. Κατά το παρελθόν τα χρησιμοποιούμενα υλικά ήταν πολύ βαρύτερα και οι οικοδομικοί κανονισμοί επέβαλαν μεγάλους συντελεστές υπολογισμού· έτσι οι κατασκευές αποκτούσαν αυτόματα ικανοποιητική προστασία από τους θορύβους, τη θερμότητα και τους κραδασμούς. Ας σημειωθεί εξάλλου ότι και οι πηγές των θορύβων ήταν γενικά μικρότερες. ηχομόνωση. Προστατεύει, π.χ., έναν κατοικίσιμο χώρο από θορύβους που προέρχονται είτε από το περιβάλλον είτε από γειτονικούς χώρους. Οι τρόποι άμυνας είναι διάφοροι, αν λάβουμε υπόψη τα αποτελέσματα της πρόσκρουσης ηχητικής ενέργειας σ’ ένα τοίχωμα: ο ήχος όχι μόνο διασχίζει, έστω και μειωμένος, το τοίχωμα κατευθείαν και από τις διακοπές του (παράθυρα, πόρτες κλπ.), αλλά προκαλεί συγχρόνως παλμική κίνηση του τοιχώματος, που έτσι εκπέμπει ενέργεια προς την αντίθετη πλευρά Υπάρχει φυσικά και η περίπτωση της κατευθείαν επικοινωνίας των διάφορων πηγών θορύβου με τον χώρο και η μετάδοση των κραδασμών μέσω της δομής του κτιρίου (πηγές θορύβων είναι π.χ. η δόνηση του οδοστρώματος από το πέρασμα βαρέων οχημάτων, οι ανελκυστήρες, εγκαταστάσεις εξαερισμού ή υδραυλικές, βηματισμοί προσώπων στους γειτονικούς χώρους κλπ.). Για να εμποδιστεί η μετάδοση της ηχητικής ενέργειας, όχι με μορφή κραδασμών, θα ήταν σκόπιμη η κατασκευή τοιχωμάτων μεγάλου πάχους - δεδομένου ότι η απορρόφηση είναι ανάλογη προς το γινόμενο του ειδικού βάρους του υλικού κατασκευής των τοιχωμάτων επί το πάχος του τοιχώματος - και κουφωμάτων όσο το δυνατόν ερμητικών. Τα μέσα όμως αυτά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο αν αγνοηθούν οι οικονομικοί παράγοντες κατά τη μελέτη του κτιρίου. Ωφέλιμη επίσης είναι η χρήση ηχοαπορροφητικών επενδύσεων, που παρουσιάζουν το πλεονέκτημα να μειώνουν τη στάθμη της ηχητικής πίεσης του περιβάλλοντος. Στις σύγχρονες οικοδομές, με σκελετό από μπετόν αρμέ κατά κανόνα, αντί των τοιχωμάτων μεγάλου πάχους από συμπαγή τούβλα, κατασκευάζονται λεπτά τοιχώματα με μικρή μονωτική ικανότητα. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το μειονέκτημα, υπάρχει τάση προσφυγής σε πολύ πορώδη υλικά, όπως η κίσηρις, με την oποία κατασκευάζονται μονωτικά τούβλα (κισηρόπλινθοι) διάφορων διαστάσεων, η ελαφρόπετρα για κονιάματα οροφών ή υποστρώματα δαπέδων, συμπληρώματα ή κονιάματα τοίχων κλπ. Συχνή επίσης είναι η χρήση διπλών λεπτών τοιχωμάτων ή/και οροφών, που διαχωρίζονται από στρώμα αέρα ή από ηχοαπορροφητικό υλικό ή από ξύλινο οπλισμό. Τα δύο τοιχώματα συνδέονται μεταξύ τους με ελαστικά στοιχεία, τα oποία δεν μεταδίδουν όσους κραδασμούς προέρχονται από τη δομή του κτιρίου. Όσον αφορά τη μετάδοση των κραδασμών, τα ενοχλητικά φαινόμενα οφείλονται αποκλειστικά στη μηχανική συνέχεια της πηγής θορύβου με τον συγκεκριμένο χώρο: στις περιπτώσεις αυτές είναι απαραίτητο να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, η συνέχεια στη δομή των κτιρίων, ώστε να διακόπτεται η μετάδοση των ενοχλητικών φαινομένων. Μια αποτελεσματική μέθοδος για τη μείωση του θορύβου και των κραδασμών που προέρχονται από εσωτερικές εγκαταστάσεις (ανελκυστήρες, θέρμανση κλπ.) είναι η εγκατάσταση των αντίστοιχων μηχανημάτων σε βάσεις μη συνεχόμενες με τη δομή του κτιρίου, αλλά μονωμένες από αυτή με διάκενα και ελαστικές επικαθήσεις απόσβεσης των κραδασμών. Ανάλογες λύσεις είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν για τους επί μέρους χώρους (π.χ. κρεμαστά δάπεδα) ή για ολόκληρο το κτίριο. θερμομόνωση. Μειώνει την ποσότητα της θερμότητας που διέρχεται από τα τοιχώματα ενός χώρου (ψυκτικού θαλάμου, κατοικίσιμων χώρων κλπ.), όταν στον χώρο αυτό πρέπει να διατηρηθεί θερμοκρασία ανώτερη ή κατώτερη της εξωτερικής. Είναι φυσικό ότι το πρόβλημα της θερμικής μόνωσης έχει διάφορες λύσεις, ανάλογα με την επιθυμητή διαφορά θερμοκρασίας που πρέπει να διατηρηθεί μεταξύ του χώρου και του εξωτερικού περιβάλλοντος. Για ισχυρές, επομένως, μ. είναι απαραίτητη η χρήση υλικών και κατασκευαστικών κριτηρίων που εμποδίζουν όλους τους τρόπους μετάδοσης της θερμότητας, δηλαδή: τη διαβίβαση (διά των στερεών), τη μεταβίβαση (διά των ρευστών) και την ακτινοβολία. Τα δοχεία Ντιούαρ π.χ. παρουσιάζουν τις καλύτερες συνθήκες μιας τέλειας θερμικής μόνωσης. Οι καλές μονωτικές ιδιότητες ενός υλικού εξαρτώνται από τη χαμηλή θερμική αγωγιμότητα της μοριακής δομής του· όσο περισσότερο πορώδες είναι ένα υλικό, από φύση ή από κατασκευή, τόσο καταλληλότερο είναι για μονωτικές κατασκευές, δεδομένου ότι είναι σε θέση να συγκρατήσει στις εσωτερικές του κοιλότητες μικρές ποσότητες αέρα, που λειτουργούν ως διάκενα. Εξαίρετα θερμομονωτικά υλικά είναι ο υαλοβάμβακας, το μαλλί, ο φελλός, τα ζωικά τριχώματα, οι ανθρακικές σκωρίες, η πολυστερίνη κλπ. Ορισμένες από τις ουσίες αυτές χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μονωτικών πλακών ή ως γέμισμα των διάκενων που σχηματίζονται από διπλά τοιχώματα.
* * *
η (ΑΜ μόνωσις) [μονώ]
το να είναι κάποιος μόνος, απομόνωση, μοναξιά
νεοελλ.
τεχνολ. γενικός τεχνολογικός όρος ο οποίος αναφέρεται στο σύνολο τών μεθόδων και τών υλικών, με την εφαρμογή και τη χρήση τών οποίων ένας χώρος ή ένα αντικείμενο απομονώνεται, ώστε να μην παρουσιάζει ακουστική ή θερμική αγωγιμότητα με το περιβάλλον του, ή ένας ηλεκτρικός αγωγός να μην μπορεί να ανταλλάξει ηλεκτρικά φορτία με το περιβάλλον του
μσν.
συνεκδ. ερημιά
μσν.-αρχ.
απομάκρυνση, αποχωρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόνωση — η 1. απομόνωση, μοναξιά: Είχε ανάγκη από μόνωση για να ηρεμήσει. 2. παρεμπόδιση της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος, ήχου, θερμότητας: Ηχητική μόνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονωτικός — ή, ό (Α μονωτικός, ή, όν) [μονώ] νεοελλ. 1. αυτός που απομονώνει κάτι από κάτι άλλο 2. κατάλληλος για μόνωση 3. φρ. α) «μονωτικά υλικά» i) τεχνολ. υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την ακουστική ή θερμική μόνωση ενός χώρου ή για τη μόνωση ενός… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… …   Dictionary of Greek

  • μονωτήρας — Σώμα με κατάλληλη μορφή, κατασκευασμένο από μονωτικό υλικό. Η έννοια του όρου μονωτήρας έχει περιοριστεί στην ηλεκτρική μόνωση, εξαιτίας της χρήσης του. Τα συνηθέστερα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των μ. είναι η πορσελάνη, το… …   Dictionary of Greek

  • πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… …   Dictionary of Greek

  • Ντιούαρ, Τζέιμς — (Sir James Dewar, Κίρσαρντιν oν Φορθ, Σκοτία 1842 – Λονδίνο 1923). Άγγλος φυσικός και χημικός. Υπήρξε από τους πρώτους μελετητές των προβλημάτων των σχετικών με τις χαμηλές και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, που τείνουν προς το απόλυτο μηδέν της… …   Dictionary of Greek

  • έκληψις — ἔκληψις, η (AM) μίσθωση, εργολαβία 2. ενοικίαση 3. είσπραξη δημόσιων φόρων αρχ. 1. συλλογή, μάζεμα 2. το να εκλαμβάνει κανείς κάτι κατά ορισμένον τρόπο, έννοια, σημασία 3. μόνωση 4. μουσ. η άνεση από οξύτερο φθόγγο σε βαρύτερο …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”